καθυποδέχομαι

καθυποδέχομαι
καθυποδέχομαι (Μ)
(επιτατ. τού υποδέχομαι) δέχομαι με ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπο-δέχομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”